Λίστα λέξεων για CEFR Business - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

dionice

Απομαγνητοφώνηση

diˈonitse

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Dijelovi vlasništva u tvrtki.

Word

Λέξη

dionik

Απομαγνητοφώνηση

diˈo̞niːk

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba ili grupa koja ima interes u poslu

Word

Λέξη

diplomacija

Απομαγνητοφώνηση

diplomatsija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Vještina upravljanja međunarodnim odnosima

Word

Λέξη

direktor

Απομαγνητοφώνηση

diˈrɛktor

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba koja vodi ili upravlja nečim

Word

Λέξη

distribucija

Απομαγνητοφώνηση

distribuˈt͡sija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

davanje nečega više ljudima

Word

Λέξη

dividende

Απομαγνητοφώνηση

dɪvɪˈdɛndɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Isplate dioničarima od profita tvrtke

Word

Λέξη

dizajn ureda

Απομαγνητοφώνηση

dizajn ˈureda

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Način na koji je ured uređen i dekoriran

Word

Λέξη

dnevni red

Απομαγνητοφώνηση

/ˈdneʋni rɛd/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

popis stvari koje treba učiniti ili raspraviti

Word

Λέξη

dobavljač

Απομαγνητοφώνηση

dɔˈbavʎatʃ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba ili tvrtka koja isporučuje robu

Word

Λέξη

dobit

Απομαγνητοφώνηση

ˈdɔbit

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Novac zarađen od poslovanja nakon troškova

Word

Λέξη

dobrobit

Απομαγνητοφώνηση

ˈdɔbɾobit

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Stanje zdravlja i sreće

Word

Λέξη

dodirne točke

Απομαγνητοφώνηση

ˈdodiːrne ˈtɔt͡ʃke

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Mjesta gdje se kupci susreću s tvrtkom

Word

Λέξη

donositeljstvo

Απομαγνητοφώνηση

donoˈsitɛlʲstvo

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

proces donošenja odluka

Word

Λέξη

dostava

Απομαγνητοφώνηση

dɔsˈtava

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces slanja dobara

Word

Λέξη

društvene mreže

Απομαγνητοφώνηση

ˈdruʃtʋe.ne ˈmrɛʒe

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Web stranice i aplikacije za dijeljenje i povezivanje

Word

Λέξη

efikasnost

Απομαγνητοφώνηση

efikaˈsnɔst

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sposobnost da nešto dobro učiniš bez gubitka vremena ili resursa

Word

Λέξη

ekspanzija

Απομαγνητοφώνηση

/ɛkˈspan.zi.ja/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

proces postajanja većim

Word

Λέξη

e-mail

Απομαγνητοφώνηση

ˈeːmejl

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Slati poruku elektronički

Word

Λέξη

email

Απομαγνητοφώνηση

ˈeɪmɛɪl

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Poruka poslana elektronički

Word

Λέξη

ergonomska rješenja

Απομαγνητοφώνηση

ɛrɡoˈnɔmska rjɛˈʃɛnija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proizvodi koji olakšavaju rad