Λίστα λέξεων για CEFR Business - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
adaptabilnost
Απομαγνητοφώνηση
aˈdaptabilnost
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Sposobnost prilagodbe
Λέξη
administracija
Απομαγνητοφώνηση
ˌadministraˈt͡sija
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Upravljanje poslom
Λέξη
agilne metodologije
Απομαγνητοφώνηση
ˈaɡilne mɛtɔdɔlɔɡije
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Načini rada koji su fleksibilni i brzi
Λέξη
akceleratori
Απομαγνητοφώνηση
aktsɛlɛˈratori
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Programi koji pomažu poslovima da brzo rastu
Λέξη
akcijski predmet
Απομαγνητοφώνηση
ˈakʧijski ˈprɛdɛmɛt
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
zadatak koji treba obaviti
Λέξη
aktivno slušanje
Απομαγνητοφώνηση
ˈaktɪvno ˈsluʃaɲe
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Potpuno fokusiranje na ono što se govori
Λέξη
alati za suradnju
Απομαγνητοφώνηση
aˈlati za suˈradɲu
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Alati koji pomažu ljudima da rade zajedno
Λέξη
alat za produktivnost
Απομαγνητοφώνηση
aˈlat za proˈduktɪvˈnost
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Alati koji pomažu ljudima da rade bolje i brže
Λέξη
alokacija kapitala
Απομαγνητοφώνηση
alɔˈkaːt͡sija kaˈpitaːla
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Odlučivanje o tome kako koristiti novac u poslu
Λέξη
alokacija resursa
Απομαγνητοφώνηση
alɔˈkaːt͡sija reˈsuːrsa
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Postupak dijeljenja resursa
Λέξη
analitičke ploče
Απομαγνητοφώνηση
analiˈtiːtʃke ˈplɔtʃe
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Vizualni prikazi podataka koji pomažu u razumijevanju informacija
Λέξη
analitika
Απομαγνητοφώνηση
analiˈtika
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Proces analiziranja podataka kako bismo ih bolje razumjeli
Λέξη
analiza novčanog toka
Απομαγνητοφώνηση
analiˈza nɔʋˈtʃanɔɡ tɔːka
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Postupak ispitivanja kako novac ulazi i izlazi iz poslovanja
Λέξη
analiza tržišta
Απομαγνητοφώνηση
anǎliza tr̩ʃiːʃta
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Istraživanje tržišta kako bi se razumjeli njegovi trendovi i potrebe
Λέξη
anđeoski investitor
Απομαγνητοφώνηση
ˈaɲɟeoski ɪnˈvɛstitɔr
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osoba koja daje novac novim tvrtkama
Λέξη
angažman
Απομαγνητοφώνηση
aŋɡaʒˈman
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
dogovor za susret ili aktivnost
Λέξη
ankete
Απομαγνητοφώνηση
anˈkete
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Pitanja postavljena za prikupljanje informacija
Λέξη
arbitraža
Απομαγνητοφώνηση
ar.biˈtra.ʒa
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Način za rješavanje spora izvan suda
Λέξη
asertivnost
Απομαγνητοφώνηση
asɛrˈtivnɔst
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Kvaliteta biti samouvjeren i ne bojati se izraziti mišljenja
Λέξη
asistent
Απομαγνητοφώνηση
/asɪˈstɛnt/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osoba koja pomaže nekome