Λίστα λέξεων για CEFR C2 - Εμπλουτίστε το Γαλλικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

abattage

Απομαγνητοφώνηση

aba.taʒ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Le fait de tuer de nombreux animaux ou personnes

Word

Λέξη

abdomen

Απομαγνητοφώνηση

ab.dɔ.mɛn

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

La partie du corps contenant l'estomac et d'autres organes

Word

Λέξη

abricot

Απομαγνητοφώνηση

a.bʁi.ko

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Un petit fruit orange

Word

Λέξη

absurde

Απομαγνητοφώνηση

ap.syʁd

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

silly ou ridicule

Word

Λέξη

abus

Απομαγνητοφώνηση

aby

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

traitement cruel ou violent

Word

Λέξη

accélération

Απομαγνητοφώνηση

/ak.se.le.ʁa.sjɔ̃/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

L'action d'augmenter la vitesse

Word

Λέξη

accentuer

Απομαγνητοφώνηση

/ak.sɑ̃.tɥe/

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

rendre quelque chose plus visible

Word

Λέξη

accepté

Απομαγνητοφώνηση

/ak.sɛp.te/

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Généralement accepté

Word

Λέξη

accessibilité

Απομαγνητοφώνηση

/aksɛsibilite/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

La qualité d'être facile à atteindre ou à utiliser

Word

Λέξη

accessoire

Απομαγνητοφώνηση

/ak.sɛ.swaʁ/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Un objet supplémentaire qui ajoute au principal

Word

Λέξη

accessoirement

Απομαγνητοφώνηση

aksɛswaʁmɑ̃

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

utilisé pour ajouter un commentaire ou une information supplémentaire

Word

Λέξη

acclamé

Απομαγνητοφώνηση

ak.lame

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

loué publiquement

Word

Λέξη

accoucher

Απομαγνητοφώνηση

ak.u.ʃe

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

avoir un bébé

Word

Λέξη

accoutumé

Απομαγνητοφώνηση

akutʏme

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Être habitué à quelque chose

Word

Λέξη

accréditation

Απομαγνητοφώνηση

akʁeˌditasjɔ̃

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

L'acte de donner une approbation officielle

Word

Λέξη

accréditer

Απομαγνητοφώνηση

akʁe.di.te

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Reconnaître officiellement

Word

Λέξη

achat

Απομαγνητοφώνηση

aʃa

Μέρος του λόγου

Gerund

Σημασία

l'acte d'acheter quelque chose

Word

Λέξη

à condition que

Απομαγνητοφώνηση

a kɔ̃.di.sjɔ̃ kə

Μέρος του λόγου

Conjunction

Σημασία

Sous la condition que

Word

Λέξη

acoustique

Απομαγνητοφώνηση

/akustik/

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Relatif au son

Word

Λέξη

acquitter

Απομαγνητοφώνηση

akɥiˈtɛʁ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Déclarer quelqu'un non coupable