Λίστα λέξεων για CEFR C1 - Εμπλουτίστε το Γαλλικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
abolir
Απομαγνητοφώνηση
abɔliʁ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
mettre officiellement fin à quelque chose
Λέξη
abonné
Απομαγνητοφώνηση
/abɔ.ne/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
une personne qui reçoit un service régulièrement
Λέξη
abonnement
Απομαγνητοφώνηση
/abɔnəmɑ̃/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
un arrangement pour recevoir quelque chose régulièrement
Λέξη
abri
Απομαγνητοφώνηση
/a.bʁi/
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Protéger ou se mettre à l'abri
Λέξη
absence
Απομαγνητοφώνηση
/apsɑ̃s/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
état de ne pas être présent
Λέξη
absent
Απομαγνητοφώνηση
ab.sɑ̃
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
non présent
Λέξη
absurde
Απομαγνητοφώνηση
apˈsyʁd
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
ridicule ou déraisonnable
Λέξη
abus
Απομαγνητοφώνηση
aby
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
traiter quelqu'un mal
Λέξη
à but non lucratif
Απομαγνητοφώνηση
a by nɔ̃ ly.kʁa.tif
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Ne fait pas d'argent pour un gain personnel
Λέξη
académie
Απομαγνητοφώνηση
/akademi/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
lieu d'apprentissage
Λέξη
accélérer
Απομαγνητοφώνηση
/akselerɛ/
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
augmenter la vitesse
Λέξη
acceptation
Απομαγνητοφώνηση
/ak.sɛp.ta.sjɔ̃/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Accord pour prendre quelque chose
Λέξη
accessible
Απομαγνητοφώνηση
/ak.sɛs.ibl/
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Facile à atteindre ou à utiliser
Λέξη
acclamation
Απομαγνητοφώνηση
ak.lam.a.sjɔ̃
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Un cri de joie ou d'encouragement
Λέξη
accomplissement
Απομαγνητοφώνηση
a.kɔ̃.plis.mɑ̃
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
quelque chose qui a été réalisé avec succès
Λέξη
accoupler
Απομαγνητοφώνηση
akuple
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Appairer des animaux pour la reproduction
Λέξη
accumulation
Απομαγνητοφώνηση
aky.my.la.sjɔ̃
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Le processus de collecte de choses au fil du temps
Λέξη
accumuler
Απομαγνητοφώνηση
akymyle
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
rassembler ou collecter au fil du temps
Λέξη
accusation
Απομαγνητοφώνηση
akyzaˈs(j)ɔ̃
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Une affirmation selon laquelle quelqu'un a fait quelque chose de mal
Λέξη
accusé
Απομαγνητοφώνηση
akyze
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Une personne qui est accusée d'un crime