Λίστα λέξεων για CEFR B1 - Εμπλουτίστε το Γαλλικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
abeille
Απομαγνητοφώνηση
abɛj
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
insect volant qui fait du miel
Λέξη
absolument
Απομαγνητοφώνηση
/ab.sɔ.ly.mɑ̃/
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
complètement ou totalement
Λέξη
académique
Απομαγνητοφώνηση
/akadɛmik/
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
relatif à l'éducation ou à l'apprentissage
Λέξη
accès
Απομαγνητοφώνηση
ak.sɛ
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Façon d'atteindre un endroit ou d'utiliser quelque chose
Λέξη
accord
Απομαγνητοφώνηση
a.kɔʁ
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Un accord ou arrangement
Λέξη
accord
Απομαγνητοφώνηση
a.kɔʁ
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
une décision prise par deux ou plusieurs personnes
Λέξη
acte
Απομαγνητοφώνηση
/akt/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Quelque chose qui est fait
Λέξη
actuel
Απομαγνητοφώνηση
ak.tɥɛl
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
se passe maintenant
Λέξη
actuellement
Απομαγνητοφώνηση
ak.tɥɛl.mɑ̃
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
à l'heure actuelle
Λέξη
admettre
Απομαγνητοφώνηση
adˈmɛtʁ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
accepter que quelque chose est vrai
Λέξη
administration
Απομαγνητοφώνηση
ad.min.is.tʁa.sjɔ̃
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Le processus de gestion ou de direction de quelque chose
Λέξη
admirer
Απομαγνητοφώνηση
/admiʁe/
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Regarder quelqu'un ou quelque chose avec respect
Λέξη
agaçant
Απομαγνητοφώνηση
aɡaˈsɑ̃
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Provoque un peu de colère
Λέξη
agacé
Απομαγνητοφώνηση
aɡaˈse
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Se sent un peu en colère
Λέξη
agent
Απομαγνητοφώνηση
aʒɑ̃
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
une personne qui agit au nom d'un autre
Λέξη
agréable
Απομαγνητοφώνηση
/a.ɡʁe.abl/
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Donne un sentiment de satisfaction heureuse
Λέξη
aider
Απομαγνητοφώνηση
ɛdɛ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Aider quelqu'un
Λέξη
aiguille
Απομαγνητοφώνηση
aɪɡɥij
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Un petit outil fin utilisé pour coudre
Λέξη
aile
Απομαγνητοφώνηση
ɛl
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Une partie d'un oiseau ou d'un avion qui l'aide à voler
Λέξη
ajout
Απομαγνητοφώνηση
aʒu
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
L'action d'ajouter quelque chose à autre chose