Λίστα λέξεων για CEFR A2 - Εμπλουτίστε το Γαλλικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

accepter

Απομαγνητοφώνηση

/ak.sɛp.te/

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Être d'accord pour prendre quelque chose

Word

Λέξη

accident

Απομαγνητοφώνηση

ak.si.dɑ̃

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Un événement inattendu qui cause des dommages

Word

Λέξη

actif

Απομαγνητοφώνηση

ak.tif

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Toujours en train de faire quelque chose ou de bouger

Word

Λέξη

adolescent

Απομαγνητοφώνηση

adɔlɛsɑ̃

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

relatif aux jeunes de 13 à 19 ans

Word

Λέξη

adulte

Απομαγνητοφώνηση

a.dyl.t

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Complètement développé

Word

Λέξη

affecter

Απομαγνητοφώνηση

afɛk

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

influencer quelque chose

Word

Λέξη

affiche

Απομαγνητοφώνηση

aˈfiʃ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

une grande image ou avis imprimé

Word

Λέξη

affreux

Απομαγνητοφώνηση

afʁø

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

très mauvais ou désagréable

Word

Λέξη

agir

Απομαγνητοφώνηση

/a.ʒiʁ/

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Faire quelque chose

Word

Λέξη

agriculture

Απομαγνητοφώνηση

aɡʁikyltyʁ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

L'activité de cultiver des plantes ou d'élever des animaux

Word

Λέξη

ah

Απομαγνητοφώνηση

a

Μέρος του λόγου

Interjection

Σημασία

utilisé pour exprimer la compréhension ou la surprise

Word

Λέξη

aide

Απομαγνητοφώνηση

ɛd

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Assistance

Word

Λέξη

à l'étage

Απομαγνητοφώνηση

a le.taʒ

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Situé à un étage supérieur

Word

Λέξη

à l'étranger

Απομαγνητοφώνηση

a le.tʁɑ̃.ʒe

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

Dans un pays étranger, au-delà de la mer

Word

Λέξη

à l'intérieur

Απομαγνητοφώνηση

a lɛ̃teʁjœʁ

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

Dans ou dans la partie intérieure de quelque chose

Word

Λέξη

aller

Απομαγνητοφώνηση

ale

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

être de la bonne taille

Word

Λέξη

allumette

Απομαγνητοφώνηση

alymɛt

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Petit bâton qui produit du feu

Word

Λέξη

alternative

Απομαγνητοφώνηση

al.tɛʁ.na.tiv

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

un choix ou une option différente

Word

Λέξη

amour

Απομαγνητοφώνηση

/a.muʁ/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Un fort sentiment d'affection

Word

Λέξη

amusant

Απομαγνητοφώνηση

amyzɑ̃

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Divertissant ou drôle