Λίστα λέξεων για CEFR C2 - Εμπλουτίστε το Εσθονικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

Aafrika

Απομαγνητοφώνηση

ˈaːfrika

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Mandri

Word

Λέξη

aasta

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑːstɑ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

aastas

Word

Λέξη

aastatuhand

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑːs.tɑː.tu.hɑnd

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Aeg, mis kestab 1 000 aastat

Word

Λέξη

abi

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑ.bi

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Abi olema

Word

Λέξη

abielus

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑbiːlʊs

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Pole abielus

Word

Λέξη

agregaat

Απομαγνητοφώνηση

ˈaɡreɡaat

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

kogu, mis on moodustatud mitmest elemendist

Word

Λέξη

ahi

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑhi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Seade kütmiseks

Word

Λέξη

ähvardav

Απομαγνητοφώνηση

ˈæhʋɑrdɑv

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

näitab ohtu või kahju

Word

Λέξη

äiapoeg

Απομαγνητοφώνηση

ˈæi̯ɑˌpoeɡ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Abikaasa isa

Word

Λέξη

ainsus

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑɪnˌsus

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Viitab ühele inimesele või asjale

Word

Λέξη

aitama

Απομαγνητοφώνηση

/ˈaitama/

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Kedagi aitama

Word

Λέξη

ajakirjanduslik

Απομαγνητοφώνηση

/ˈɑjɑˌkiːr.jɑn.dus.lɪk/

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Seotud uudiste kirjutamisega

Word

Λέξη

ajaliselt

Απομαγνητοφώνηση

/ˈɑjɑˌlis.tel/

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

aegaga seotud

Word

Λέξη

akrediteerida

Απομαγνητοφώνηση

/akreˈditʲeːrida/

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Ametlikult tunnustada

Word

Λέξη

akrediteerimine

Απομαγνητοφώνηση

ˌakreˈdiːteːrimine

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Ametliku heakskiidu andmine

Word

Λέξη

aksessuaar

Απομαγνητοφώνηση

/ˈɑksɛsʊɑːr/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Lisa ese, mis lisab põhiasjale

Word

Λέξη

aktsentueerima

Απομαγνητοφώνηση

ak.t͡sɛnˈtue.ri.mɑ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

teha midagi silmapaistvamaks

Word

Λέξη

aktsepteeritud

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑk.t͡sɛp.teː.ri.tud

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Üldiselt aktsepteeritud

Word

Λέξη

aktsiaturg

Απομαγνητοφώνηση

ˈak.t͡si.a.tuːrɡ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Turg, kus aktsiaid kaubeldakse

Word

Λέξη

akustiline

Απομαγνητοφώνηση

ɑˈkustilɪne

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Seotud heliga