Λίστα λέξεων για CEFR B2 - Εμπλουτίστε το Εσθονικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

aare

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑː.re

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

väärtuslikud asjad nagu kuld või raha

Word

Λέξη

aastane

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑːstɑne

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Toimub kord aastas

Word

Λέξη

aastapäev

Απομαγνητοφώνηση

ˈaːsˌtæːv

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Kuupäev, mil midagi erilist juhtus eelmisel aastal

Word

Λέξη

abi

Απομαγνητοφώνηση

/ˈɑ.bi/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Aitamine või toetus

Word

Λέξη

abi

Απομαγνητοφώνηση

/ˈɑ.bi/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

abi või toetus

Word

Λέξη

absoluutne

Απομαγνητοφώνηση

ˈabsɔlʊtne

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

täielik või täielik

Word

Λέξη

abstraktne

Απομαγνητοφώνηση

ˈabstraktne

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

mitte selge või konkreetne

Word

Λέξη

acre

Απομαγνητοφώνηση

/ˈeɪ.kər/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Maaresurfiühik

Word

Λέξη

adekvaatne

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑdɛkʋɑːtne

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Piisav vajaduse jaoks

Word

Λέξη

adopteerima

Απομαγνητοφώνηση

adopˈteːrima

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Teise lapse oma peresse võtma

Word

Λέξη

advokaat

Απομαγνητοφώνηση

/ˈadvokaːt/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Inimene, kes esindab teisi õigusalastes küsimustes

Word

Λέξη

aeg

Απομαγνητοφώνηση

ˈaːɡ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Pikk ajaloop

Word

Λέξη

aeglaselt

Απομαγνητοφώνηση

ˈæɡlɑːsɛlt

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

aeglaselt

Word

Λέξη

afäär

Απομαγνητοφώνηση

/ˈɑfːæːr/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Isiklik sündmus või olukord

Word

Λέξη

aga

Απομαγνητοφώνηση

ɑɡɑ

Μέρος του λόγου

Preposition

Σημασία

kasutatakse vastanduse tutvustamiseks

Word

Λέξη

agentuur

Απομαγνητοφώνηση

aˈɡen.tuːr

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

äri, mis pakub teenust

Word

Λέξη

agressiivne

Απομαγνητοφώνηση

aˈɡrɛsii̯vne

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

valmis ründama või silmitsi seisma

Word

Λέξη

ahel

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑːhel

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Asju ahelaga kokku siduda

Word

Λέξη

ähvardama

Απομαγνητοφώνηση

ˈæhʋɑrdɑmɑ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

ütlema, et sa teed kellelegi haiget

Word

Λέξη

AIDS

Απομαγνητοφώνηση

/aɪdz/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

tõsine haigus, mis mõjutab immuunsüsteemi