Λίστα λέξεων για CEFR A2 - Εμπλουτίστε το Εσθονικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

äärmiselt

Απομαγνητοφώνηση

ˈæːrmiːselt

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

väga suurel määral

Word

Λέξη

äärmuslik

Απομαγνητοφώνηση

ˈeːrmuˌsliːk

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

väga suur

Word

Λέξη

abi

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑbi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Aitamine

Word

Λέξη

abielluma

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑ.bi.ɛl.lu.mɑ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Saama abikaasaks

Word

Λέξη

abiline

Απομαγνητοφώνηση

/ˈɑːbɪlɪnɛ/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Inimene, kes aitab kedagi

Word

Λέξη

abival

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑbivɑl

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Aitav või valmis aitama

Word

Λέξη

advokaat

Απομαγνητοφώνηση

ˈadvokaːt

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Inimene, kes aitab õigusalastes küsimustes

Word

Λέξη

aeglaselt

Απομαγνητοφώνηση

ˈæɡlɑsɛlt

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

aeglaselt

Word

Λέξη

ah

Απομαγνητοφώνηση

ɑh

Μέρος του λόγου

Interjection

Σημασία

kasutatakse arusaamise või üllatuse väljendamiseks

Word

Λέξη

ahi

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑhi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Seade toidu küpsetamiseks

Word

Λέξη

ahv

Απομαγνητοφώνηση

ɑhv

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

loom, mis elab puude ja armastab ronida

Word

Λέξη

ainult

Απομαγνητοφώνηση

ˈainult

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

mitte rohkem kui

Word

Λέξη

ainus

Απομαγνητοφώνηση

ˈainus

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Ainult üks

Word

Λέξη

ajakava

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑjɑˌkɑvɑ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

plaan asjade tegemiseks ja ajad nende jaoks

Word

Λέξη

ajakirjanik

Απομαγνητοφώνηση

/ˈɑjɑˌkiːrjɑːnɪk/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Inimene, kes kirjutab uudiseid

Word

Λέξη

ajalooline

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑjɑloˌliːnɛ

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

väga vana; ammusest ajast

Word

Λέξη

aju

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑju

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Organ peas, mis kontrollib mõtteid

Word

Λέξη

äkitselt

Απομαγνητοφώνηση

ˈækit͡sɛlt

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

Kiirelt ja ootamatult

Word

Λέξη

aktiivne

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑktiːvne

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Alati teeb midagi või liigub

Word

Λέξη

aktsepteerin

Απομαγνητοφώνηση

ˈɑktsɛpˈteːrin

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Nõustuma midagi võtma