Λίστα λέξεων για CEFR C2 - Εμπλουτίστε το Ισπανικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
abdomen
Απομαγνητοφώνηση
abˈdo.men
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
La parte del cuerpo que contiene el estómago y otros órganos
Λέξη
abogar
Απομαγνητοφώνηση
aβoˈɣaɾ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
defender
Λέξη
abrochar
Απομαγνητοφώνηση
aβɾoˈt͡ʃaɾ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Cerrar o abrochar algo
Λέξη
absolver
Απομαγνητοφώνηση
abˈsolβeɾ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Declarar a alguien no culpable
Λέξη
abstenerse
Απομαγνητοφώνηση
absteˈneɾse
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Elegir no hacer algo
Λέξη
abuelita
Απομαγνητοφώνηση
aβweˈlita
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Término informal para abuela
Λέξη
abuelos
Απομαγνητοφώνηση
aˈβwelos
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Padres de tus padres
Λέξη
aburrimiento
Απομαγνητοφώνηση
a.βu.riˈmjen.to
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Estado de aburrimiento
Λέξη
abuso
Απομαγνητοφώνηση
aˈβuso
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
trato cruel o violento
Λέξη
accesibilidad
Απομαγνητοφώνηση
/akse.si.βiliˈðað/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
La calidad de ser fácil de alcanzar o usar
Λέξη
accesorio
Απομαγνητοφώνηση
/ak.seˈso.ɾjo/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Un objeto extra que añade al principal
Λέξη
aceite de oliva
Απομαγνητοφώνηση
aˈθeɪ̯te ðe oˈliβa
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Aceite hecho de aceitunas, usado en la cocina
Λέξη
aceleración
Απομαγνητοφώνηση
aseleɾaˈθjon
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
La acción de aumentar la velocidad
Λέξη
acentuar
Απομαγνητοφώνηση
a.θenˈtwaɾ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
hacer algo más notable
Λέξη
aceptado
Απομαγνητοφώνηση
aθepˈtaðo
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Generalmente aceptado
Λέξη
acertijo
Απομαγνητοφώνηση
aθeɾˈtixo
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Una pregunta o acertijo que hay que resolver
Λέξη
aclamado
Απομαγνητοφώνηση
/aklaˈmaðo/
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
alabado públicamente
Λέξη
acogedor
Απομαγνητοφώνηση
/akoɣeˈðoɾ/
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Cómodo y cálido
Λέξη
acostumbrado
Απομαγνητοφώνηση
/akostumˈbɾaðo/
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Estar acostumbrado a algo
Λέξη
acreditación
Απομαγνητοφώνηση
akɾediˈtaθjon
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
El acto de otorgar aprobación oficial