Λίστα λέξεων για CEFR C1 - Εμπλουτίστε το Ισπανικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

abarcar

Απομαγνητοφώνηση

aβaɾˈkaɾ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

incluir o cubrir un amplio rango

Word

Λέξη

abarcar

Απομαγνητοφώνηση

aβaɾˈkaɾ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

extenderse

Word

Λέξη

abogado

Απομαγνητοφώνηση

/aβoˈɣaðo/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Persona que defiende a alguien

Word

Λέξη

abolir

Απομαγνητοφώνηση

aβoˈliɾ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

poner fin oficialmente a algo

Word

Λέξη

aborto

Απομαγνητοφώνηση

aˈβoɾ.to

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

interrupción de un embarazo

Word

Λέξη

abrumador

Απομαγνητοφώνηση

aβɾu.maˈðoɾ

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

muy grande en cantidad

Word

Λέξη

abrumar

Απομαγνητοφώνηση

aβɾuˈmaɾ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

afectar a alguien muy fuertemente

Word

Λέξη

absurdo

Απομαγνητοφώνηση

abˈsuɾðo

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

ridículo o irracional

Word

Λέξη

abuso

Απομαγνητοφώνηση

aˈβuso

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

tratar mal a alguien

Word

Λέξη

academia

Απομαγνητοφώνηση

/akaˈðemja/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

lugar de aprendizaje

Word

Λέξη

accesible

Απομαγνητοφώνηση

/akθeˈsiβle/

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Fácil de alcanzar o usar

Word

Λέξη

accionista

Απομαγνητοφώνηση

ak.sjoˈnista

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Una persona que posee acciones en una empresa.

Word

Λέξη

acelerar

Απομαγνητοφώνηση

aseleˈɾaɾ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

aumentar la velocidad

Word

Λέξη

aceptación

Απομαγνητοφώνηση

asep.taˈθjon

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Acuerdo para tomar algo

Word

Λέξη

ácido

Απομαγνητοφώνηση

/ˈaθido/

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Una sustancia que puede quemar o corroer cosas

Word

Λέξη

acoso

Απομαγνητοφώνηση

aˈko.so

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Comportamiento no deseado que hace que alguien se sienta triste o incómodo

Word

Λέξη

activación

Απομαγνητοφώνηση

/aktiβaˈθjon/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

El proceso de hacer que algo funcione

Word

Λέξη

activista

Απομαγνητοφώνηση

aktiˈβista

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Persona que trabaja por el cambio

Word

Λέξη

acto

Απομαγνητοφώνηση

ˈakto

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Una acción que alguien hace

Word

Λέξη

actualizar

Απομαγνητοφώνηση

aktualiˈθaɾ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Mejorar o hacer mejor