Λίστα λέξεων για CEFR B2 - Εμπλουτίστε το Ισπανικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

abandonar

Απομαγνητοφώνηση

aβandonar

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Dejar a alguien o algo atrás

Word

Λέξη

abandonar

Απομαγνητοφώνηση

aβandonar

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

dejar algo o a alguien atrás

Word

Λέξη

abiertamente

Απομαγνητοφώνηση

aβjeɾtaˈmente

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

de una manera que no está oculta

Word

Λέξη

abogado

Απομαγνητοφώνηση

/aβoˈɣaðo/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Una persona que representa a otros en asuntos legales

Word

Λέξη

abordar

Απομαγνητοφώνηση

aβoɾˈðaɾ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

intentar resolver un problema

Word

Λέξη

abrazar

Απομαγνητοφώνηση

aβɾaˈθaɾ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Abrazar a alguien

Word

Λέξη

absoluto

Απομαγνητοφώνηση

/ab.soˈlu.to/

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

completo o total

Word

Λέξη

absorber

Απομαγνητοφώνηση

ab.sorˈβeɾ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

tomar o absorber

Word

Λέξη

abstracto

Απομαγνητοφώνηση

abˈstɾak.to

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

no claro o específico

Word

Λέξη

aburrido

Απομαγνητοφώνηση

abuˈriðo

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

no interesante o emocionante

Word

Λέξη

acantilado

Απομαγνητοφώνηση

akanˈtilaðo

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Una alta y empinada pared de roca

Word

Λέξη

acceso

Απομαγνητοφώνηση

/akˈθeso/

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Llegar o obtener algo

Word

Λέξη

accidentalmente

Απομαγνητοφώνηση

akθiðen̪talˈmente

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

Por casualidad, no intencionadamente

Word

Λέξη

accidente cerebrovascular

Απομαγνητοφώνηση

akθiˈðente θeɾeβɾoβasˈkular

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Pérdida súbita de la función cerebral debido a un problema de sangre

Word

Λέξη

acelerar

Απομαγνητοφώνηση

aseleˈɾaɾ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Moverse rápidamente

Word

Λέξη

acento

Απομαγνητοφώνηση

aˈθento

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

una forma de pronunciar que muestra de dónde es una persona

Word

Λέξη

aceptable

Απομαγνητοφώνηση

asepˈtaβle

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Lo suficientemente bueno para ser usado

Word

Λέξη

acera

Απομαγνητοφώνηση

aˈθeɾa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Camino para caminar al lado de la calle

Word

Λέξη

acercar

Απομαγνητοφώνηση

aθeɾˈkaɾ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

venir cerca

Word

Λέξη

acero

Απομαγνητοφώνηση

aˈθeɾo

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Un metal fuerte hecho de hierro