Λίστα λέξεων για CEFR B1 - Εμπλουτίστε το Ισπανικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
abeja
Απομαγνητοφώνηση
aˈβexa
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
insecto volador que produce miel
Λέξη
abrochar
Απομαγνητοφώνηση
/aβɾoˈt͡ʃaɾ/
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Cerrar o sujetar algo
Λέξη
absolutamente
Απομαγνητοφώνηση
/ab.so.lu.taˈmen.te/
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
completamente o totalmente
Λέξη
académico
Απομαγνητοφώνηση
/akaˈðemiko/
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
relacionado con la educación o el aprendizaje
Λέξη
acampar
Απομαγνητοφώνηση
akamˈpaɾ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Quedarse en una tienda o refugio temporal al aire libre
Λέξη
acceso
Απομαγνητοφώνηση
akˈθe.so
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Forma de llegar a un lugar o usar algo
Λέξη
aconsejar
Απομαγνητοφώνηση
/a.ko.n.seˈxaɾ/
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Dar sugerencias sobre lo que alguien debería hacer
Λέξη
actitud
Απομαγνητοφώνηση
ak.tiˈtud
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Una forma de pensar o sentir sobre algo
Λέξη
acto
Απομαγνητοφώνηση
ˈakto
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Algo que se ha hecho
Λέξη
actual
Απομαγνητοφώνηση
ak.tuˈal
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
sucediendo ahora
Λέξη
actualizar
Απομαγνητοφώνηση
aktʊaliˈθaɾ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Hacer algo actual
Λέξη
actualmente
Απομαγνητοφώνηση
aktʊalˈmente
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
en este momento
Λέξη
acuerdo
Απομαγνητοφώνηση
aˈkweɾðo
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Un acuerdo o arreglo
Λέξη
acuerdo
Απομαγνητοφώνηση
aˈkweɾðo
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
una decisión tomada por dos o más personas
Λέξη
adecuado
Απομαγνητοφώνηση
adeˈkwado
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
correcto para una persona o situación
Λέξη
adecuado
Απομαγνητοφώνηση
adeˈkwado
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
correcto o adecuado
Λέξη
adelante
Απομαγνητοφώνηση
a.ðeˈlan.te
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
en frente o en el futuro
Λέξη
adentro
Απομαγνητοφώνηση
/aˈðentɾo/
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
Dentro de un edificio
Λέξη
adición
Απομαγνητοφώνηση
/adiˈθjon/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
El acto de añadir algo a otra cosa
Λέξη
adjuntar
Απομαγνητοφώνηση
aðxunˈtaɾ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
unir o agregar