Λίστα λέξεων για CEFR A2 - Εμπλουτίστε το Ισπανικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

abajo

Απομαγνητοφώνηση

aˈβaxo

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Ubicado en un piso inferior

Word

Λέξη

abajo

Απομαγνητοφώνηση

aˈβaxo

Μέρος του λόγου

Preposition

Σημασία

En un lugar más bajo

Word

Λέξη

abierto

Απομαγνητοφώνηση

aˈβjeɾto

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

No está cerrado o bloqueado

Word

Λέξη

abogado

Απομαγνητοφώνηση

aβoˈɣaðo

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Una persona que ayuda con asuntos legales

Word

Λέξη

acampada

Απομαγνητοφώνηση

/akaɱˈpaða/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

La actividad de vivir al aire libre en una tienda o caravana

Word

Λέξη

accidente

Απομαγνητοφώνηση

ak.siˈðente

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Un evento inesperado que causa daño

Word

Λέξη

aceite

Απομαγνητοφώνηση

aˈθeɪ̯te

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Un líquido espeso que se usa para cocinar o como combustible

Word

Λέξη

acepto

Απομαγνητοφώνηση

aˈθepto

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Estar de acuerdo en tomar algo

Word

Λέξη

activo

Απομαγνητοφώνηση

akˈtivo

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Siempre hace algo o se mueve

Word

Λέξη

actuar

Απομαγνητοφώνηση

ak.tuˈaɾ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Hacer algo

Word

Λέξη

adelante

Απομαγνητοφώνηση

aðeˈlante

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

Hacia un lugar o tiempo que está adelante

Word

Λέξη

adolescente

Απομαγνητοφώνηση

aðolesˈt͡ʃente

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

relacionado con jóvenes de 13 a 19 años

Word

Λέξη

adulto

Απομαγνητοφώνηση

aˈdul.to

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Completamente desarrollado

Word

Λέξη

aerolínea

Απομαγνητοφώνηση

aeɾoˈlinea

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

empresa que ofrece vuelos

Word

Λέξη

afectar

Απομαγνητοφώνηση

afeˈktar

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

influenciar algo

Word

Λέξη

aficionado

Απομαγνητοφώνηση

afiθjonaðo

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Una persona que le gusta mucho algo

Word

Λέξη

afortunadamente

Απομαγνητοφώνηση

afoɾtunaðamente

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

Luckily

Word

Λέξη

afortunado

Απομαγνητοφώνηση

a.foɾ.tuˈna.ðo

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Tener buena suerte

Word

Λέξη

agitar

Απομαγνητοφώνηση

aɡiˈtaɾ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

mover de un lado a otro

Word

Λέξη

agricultura

Απομαγνητοφώνηση

aɡɾikulˈtuɾa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

La actividad de cultivar plantas o criar animales