Λίστα λέξεων για CEFR A1 - Εμπλουτίστε το Ισπανικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
a
Απομαγνητοφώνηση
a
Μέρος του λόγου
Preposition
Σημασία
indica la dirección o el destino
Λέξη
abajo
Απομαγνητοφώνηση
aˈβaxo
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
En un piso inferior
Λέξη
abajo
Απομαγνητοφώνηση
aˈβaxo
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
De un lugar más alto a uno más bajo
Λέξη
abrigo
Απομαγνητοφώνηση
/aˈβɾiɣo/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
una prenda de vestir que se lleva sobre otras prendas para mantenerse caliente
Λέξη
Abril
Απομαγνητοφώνηση
/aˈβɾil/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
el cuarto mes del año
Λέξη
abrir
Απομαγνητοφώνηση
aˈβɾiɾ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
mover algo para permitir el acceso
Λέξη
abuela
Απομαγνητοφώνηση
aˈβwela
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
la madre de tu padre o madre
Λέξη
abuelo
Απομαγνητοφώνηση
aˈβwelo
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
el padre de tu padre o madre
Λέξη
abuelo/abuela
Απομαγνητοφώνηση
aˈβwelo/aˈβwela
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
padre de un padre
Λέξη
aburrido
Απομαγνητοφώνηση
aβuˈriðo
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Sentirse cansado e infeliz porque algo no es interesante
Λέξη
aburrido
Απομαγνητοφώνηση
abuˈriðo
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
no interesante
Λέξη
acción
Απομαγνητοφώνηση
akˈsjon
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Algo que se hace o se realiza
Λέξη
actividad
Απομαγνητοφώνηση
aktiβiˈðað
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Algo que se hace por diversión o trabajo
Λέξη
actor
Απομαγνητοφώνηση
akˈtoɾ
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Persona que actúa en obras de teatro o películas
Λέξη
actriz
Απομαγνητοφώνηση
akˈtɾis
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Mujer que actúa
Λέξη
adiós
Απομαγνητοφώνηση
/aˈðjos/
Μέρος του λόγου
Interjection
Σημασία
A way to say farewell
Λέξη
adiós
Απομαγνητοφώνηση
aˈðjos
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Una palabra que se usa para despedirse
Λέξη
adivinar
Απομαγνητοφώνηση
aðiβiˈnaɾ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
intentar responder sin estar seguro
Λέξη
adolescente
Απομαγνητοφώνηση
aðolesˈθente
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
una persona de entre 13 y 19 años
Λέξη
Adulto
Απομαγνητοφώνηση
aˈðulto
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Persona plenamente desarrollada o madura