Λίστα λέξεων για CEFR C2 - Εμπλουτίστε το Αμερικανικά Αγγλικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

abdomen

Απομαγνητοφώνηση

ˈæb.də.mən

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

The part of the body containing the stomach and other organs

Word

Λέξη

above all

Απομαγνητοφώνηση

əˈbʌv ɔl

Μέρος του λόγου

Conjunctive Adverb

Σημασία

More than anything else

Word

Λέξη

above-mentioned

Απομαγνητοφώνηση

əˌbʌv ˈmɛnʃənd

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Mentioned earlier in the text

Word

Λέξη

abstain

Απομαγνητοφώνηση

əbˈsteɪn

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

To choose not to do something

Word

Λέξη

abuse

Απομαγνητοφώνηση

əˈbjus

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

cruel or violent treatment

Word

Λέξη

acceleration

Απομαγνητοφώνηση

əkˌsɛləˈreɪʃən

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

The act of increasing speed

Word

Λέξη

accentuate

Απομαγνητοφώνηση

əkˈsɛn.tʃuˌeɪt

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

To make something more noticeable

Word

Λέξη

accepted

Απομαγνητοφώνηση

əkˈsɛptɪd

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Generally agreed upon

Word

Λέξη

accessibility

Απομαγνητοφώνηση

əkˌsɛsəˈbɪləti

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

The quality of being easy to reach or use

Word

Λέξη

accessory

Απομαγνητοφώνηση

əkˈsɛsəri

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

An extra item that adds to the main thing

Word

Λέξη

acclaimed

Απομαγνητοφώνηση

əˈkleɪmd

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Praised publicly

Word

Λέξη

accredit

Απομαγνητοφώνηση

əˈkrɛdɪt

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

To officially recognize or approve

Word

Λέξη

accreditation

Απομαγνητοφώνηση

əˌkrɛdəˈteɪʃən

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

The act of granting official approval

Word

Λέξη

accustomed

Απομαγνητοφώνηση

əˈkʌstəmd

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Being used to something

Word

Λέξη

acknowledgement

Απομαγνητοφώνηση

əkˈnɑlɪdʒmənt

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Recognition of the existence or truth of something

Word

Λέξη

acoustic

Απομαγνητοφώνηση

əˈkuːstɪk

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Related to sound or hearing

Word

Λέξη

acquit

Απομαγνητοφώνηση

əˈkwɪt

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

To declare someone not guilty

Word

Λέξη

add up

Απομαγνητοφώνηση

æd ʌp

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

To make sense

Word

Λέξη

adore

Απομαγνητοφώνηση

əˈdɔr

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

To love deeply

Word

Λέξη

advance

Απομαγνητοφώνηση

ədˈvænst

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Ahead in position or time