Λίστα λέξεων για CEFR C1 - Εμπλουτίστε το Αμερικανικά Αγγλικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

abolish

Απομαγνητοφώνηση

əˈbɑːlɪʃ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

to officially end or stop something

Word

Λέξη

abortion

Απομαγνητοφώνηση

əˈbɔːrʃən

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

the ending of a pregnancy

Word

Λέξη

absence

Απομαγνητοφώνηση

ˈæbsəns

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

the state of not being present

Word

Λέξη

absent

Απομαγνητοφώνηση

ˈæbsənt

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

not present in a place

Word

Λέξη

absurd

Απομαγνητοφώνηση

əbˈsɝd

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

ridiculous or unreasonable

Word

Λέξη

abuse

Απομαγνητοφώνηση

əˈbjus

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

to treat someone cruelly or violently

Word

Λέξη

academy

Απομαγνητοφώνηση

əˈkæd.ə.mi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

a place of learning or training

Word

Λέξη

accelerate

Απομαγνητοφώνηση

əkˈsɛl.əˌreɪt

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

to speed up

Word

Λέξη

acceptance

Απομαγνητοφώνηση

əkˈsɛptəns

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Agreeing to take something

Word

Λέξη

accessible

Απομαγνητοφώνηση

əkˈsɛsəbl

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Easy to reach or use

Word

Λέξη

accomplishment

Απομαγνητοφώνηση

əˈkɑmplɪʃmənt

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

something that has been achieved successfully

Word

Λέξη

accordingly

Απομαγνητοφώνηση

əˈkɔrdɪŋli

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

in a way that is suitable or right for the situation

Word

Λέξη

accountability

Απομαγνητοφώνηση

əˌkaʊntəˈbɪləti

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

the fact or condition of being responsible

Word

Λέξη

accountable

Απομαγνητοφώνηση

əˈkaʊntəbl

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

required to explain or justify actions

Word

Λέξη

accumulate

Απομαγνητοφώνηση

əˈkjumjəˌleɪt

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

to gather or collect over time

Word

Λέξη

accumulation

Απομαγνητοφώνηση

əˌkjumjəˈleɪʃən

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

The process of collecting or gathering things over time

Word

Λέξη

accusation

Απομαγνητοφώνηση

ˌækjəˈzeɪʃən

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

A claim that someone has done something wrong

Word

Λέξη

accused

Απομαγνητοφώνηση

əˈkjuzd

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

A person who is charged with a crime

Word

Λέξη

acid

Απομαγνητοφώνηση

ˈæsɪd

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

A substance that can burn or corrode things

Word

Λέξη

acquisition

Απομαγνητοφώνηση

ˌækwɪˈzɪʃən

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

The act of getting something