Λίστα λέξεων για CEFR B2 - Εμπλουτίστε το Αμερικανικά Αγγλικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
abandon
Απομαγνητοφώνηση
əˈbændən
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
to leave something or someone behind
Λέξη
abroad
Απομαγνητοφώνηση
əˈbrɔːd
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
in or to a foreign country
Λέξη
absolute
Απομαγνητοφώνηση
ˈæbsəluːt
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
complete or total
Λέξη
absorb
Απομαγνητοφώνηση
əbˈzɔrb
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
to take in or soak up
Λέξη
abstract
Απομαγνητοφώνηση
ˈæb.strækt
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
not concrete or specific
Λέξη
accent
Απομαγνητοφώνηση
ˈæk.sɛnt
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
a way of pronouncing words that shows where a person is from
Λέξη
acceptable
Απομαγνητοφώνηση
əkˈsɛptəbl
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Good enough to be used or taken
Λέξη
access
Απομαγνητοφώνηση
ˈæksɛs
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
To get to or reach something
Λέξη
accidentally
Απομαγνητοφώνηση
ˌæksɪˈdɛntəli
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
By chance, not on purpose
Λέξη
accommodate
Απομαγνητοφώνηση
əˈkɑːməˌdeɪt
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
To provide space or help for someone
Λέξη
accommodation
Απομαγνητοφώνηση
əˌkɑːməˈdeɪʃən
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
A place to stay or live
Λέξη
accompany
Απομαγνητοφώνηση
əˈkʌmpəni
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
To go with someone
Λέξη
accomplish
Απομαγνητοφώνηση
əˈkɑmplɪʃ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
to finish or achieve something
Λέξη
account
Απομαγνητοφώνηση
əˈkaʊnt
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
to explain or give a reason for something
Λέξη
accountant
Απομαγνητοφώνηση
əˈkaʊntənt
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
a person who keeps or inspects financial accounts
Λέξη
accuracy
Απομαγνητοφώνηση
ˈækjərəsi
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
The quality of being correct or exact
Λέξη
accurate
Απομαγνητοφώνηση
ˈækjərət
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Correct in all details
Λέξη
accurately
Απομαγνητοφώνηση
ˈækjərətli
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
In a way that is correct in all details
Λέξη
accuse
Απομαγνητοφώνηση
əˈkjuz
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
To say that someone has done something wrong
Λέξη
acid
Απομαγνητοφώνηση
ˈæsɪd
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
A substance that can burn or dissolve other materials