Λίστα λέξεων για CEFR B1 - Εμπλουτίστε το Αμερικανικά Αγγλικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

absolutely

Απομαγνητοφώνηση

ˌæb.səˈluːt.li

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

completely or totally

Word

Λέξη

academic

Απομαγνητοφώνηση

ˌæk.əˈdɛm.ɪk

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

related to education or learning

Word

Λέξη

access

Απομαγνητοφώνηση

ˈæksɛs

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

The way to get to a place or use something

Word

Λέξη

account

Απομαγνητοφώνηση

əˈkaʊnt

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

a record or statement of financial expenditure and receipts

Word

Λέξη

achievement

Απομαγνητοφώνηση

əˈtʃivmənt

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Something done successfully with effort

Word

Λέξη

act

Απομαγνητοφώνηση

ækt

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Something that is done

Word

Λέξη

ad

Απομαγνητοφώνηση

æd

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

A short advertisement

Word

Λέξη

addition

Απομαγνητοφώνηση

əˈdɪʃən

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

The act of adding something to something else

Word

Λέξη

administration

Απομαγνητοφώνηση

ədˌmɪnɪˈstreɪʃən

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

The process of managing or running something

Word

Λέξη

admire

Απομαγνητοφώνηση

ədˈmaɪər

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

To look up to someone or something with respect

Word

Λέξη

admit

Απομαγνητοφώνηση

ədˈmɪt

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

To agree that something is true

Word

Λέξη

advanced

Απομαγνητοφώνηση

ədˈvænst

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

More developed or complex

Word

Λέξη

advise

Απομαγνητοφώνηση

ədˈvaɪz

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

To give suggestions about what someone should do

Word

Λέξη

afford

Απομαγνητοφώνηση

əˈfɔrd

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

To have enough money to buy something

Word

Λέξη

after

Απομαγνητοφώνηση

ˈæf.tɚ

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

later in time

Word

Λέξη

age

Απομαγνητοφώνηση

eɪdʒ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

to become older

Word

Λέξη

agent

Απομαγνητοφώνηση

ˈeɪdʒənt

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

a person who acts on behalf of another

Word

Λέξη

agreement

Απομαγνητοφώνηση

əˈɡriːmənt

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

a decision made by two or more people

Word

Λέξη

ahead

Απομαγνητοφώνηση

əˈhɛd

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

in front or in the future

Word

Λέξη

aim

Απομαγνητοφώνηση

eɪm

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

to point or direct at a target