Λίστα λέξεων για CEFR C1 - Εμπλουτίστε το Τσεχικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

absence

Απομαγνητοφώνηση

/ˈabsɛntsɛ/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

stav neexistence

Word

Λέξη

absurdní

Απομαγνητοφώνηση

ˈabsurdniː

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

směšný nebo nerozumný

Word

Λέξη

adaptace

Απομαγνητοφώνηση

ˈadapˌta.t͡sɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Změna, která se provádí, aby se přizpůsobila nové situaci

Word

Λέξη

administrativní

Απομαγνητοφώνηση

/adˈmɪnɪstratɪvniː/

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Týkající se správy věcí

Word

Λέξη

administrátor

Απομαγνητοφώνηση

/adˈmɪnɪstraːtoɹ/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba, která spravuje nebo organizuje věci

Word

Λέξη

adolescent

Απομαγνητοφώνηση

ˌadɔlɛsˈɛnt

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Mladý člověk, který se vyvíjí

Word

Λέξη

adopce

Απομαγνητοφώνηση

ˈadoptsɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Akt vzít cizí dítě do své rodiny

Word

Λέξη

adresář

Απομαγνητοφώνηση

ˈadrɛsaːr

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Kniha nebo seznam jmen a adres

Word

Λέξη

advokát

Απομαγνητοφώνηση

/ˈadvokaːt/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba, která zastupuje někoho

Word

Λέξη

agrese

Απομαγνητοφώνηση

/ˈaɡrɛsɛ/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

hnusné nebo násilné chování

Word

Λέξη

akademie

Απομαγνητοφώνηση

akademɪɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

místo pro učení

Word

Λέξη

akcionář

Απομαγνητοφώνηση

ˈak.t͡si.o.naːr

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba, která vlastní akcie ve společnosti.

Word

Λέξη

aktivace

Απομαγνητοφώνηση

/ˈaktɪvaːt͡sɛ/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces uvedení něčeho do chodu

Word

Λέξη

aktivista

Απομαγνητοφώνηση

ˈaktɪʋɪsta

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba, která pracuje na změnách

Word

Λέξη

akumulace

Απομαγνητοφώνηση

akumulaˈt͡sɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces shromažďování věcí v průběhu času

Word

Λέξη

akumulovat

Απομαγνητοφώνηση

akumuloˈvat

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

shromažďovat nebo sbírat v průběhu času

Word

Λέξη

akutní

Απομαγνητοφώνηση

ˈakutniː

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Velmi vážný nebo závažný

Word

Λέξη

aliance

Απομαγνητοφώνηση

aˈli.jantsɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

skupina lidí nebo zemí, které spolupracují

Word

Λέξη

alokace

Απομαγνητοφώνηση

aˈlokat͡sɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Akt rozdávání nebo přidělování něčeho

Word

Λέξη

alokovat

Απομαγνητοφώνηση

alɔˈkɔvat

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

přidělit zdroje nebo úkoly