Λίστα λέξεων για CEFR A2 - Εμπλουτίστε το Τσεχικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

ach

Απομαγνητοφώνηση

Μέρος του λόγου

Interjection

Σημασία

používá se k vyjádření porozumění nebo překvapení

Word

Λέξη

ačkoli

Απομαγνητοφώνηση

ˈaʧkoli

Μέρος του λόγου

Conjunction

Σημασία

i když

Word

Λέξη

aktivní

Απομαγνητοφώνηση

ˈaktɪvɲiː

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Vždy něco dělá nebo se hýbe

Word

Λέξη

alternativa

Απομαγνητοφώνηση

altɛrˈnɪtɪva

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

jiná volba nebo možnost

Word

Λέξη

analyzovat

Απομαγνητοφώνηση

analyˈzovat

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Zkoumat něco podrobně

Word

Λέξη

ani

Απομαγνητοφώνηση

ˈani

Μέρος του λόγου

Determiner

Σημασία

ne jeden, ani druhý

Word

Λέξη

aplikace

Απομαγνητοφώνηση

/apliˈkat͡sɛ/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Softwarový program pro zařízení

Word

Λέξη

architekt

Απομαγνητοφώνηση

/ˈarxɪtɛkt/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

osoba, která navrhuje budovy

Word

Λέξη

architektura

Απομαγνητοφώνηση

/ˈar.xɪ.tɛk.tu.ra/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

umění navrhování budov

Word

Λέξη

argument

Απομαγνητοφώνηση

ˈaɡʊrmɛnt

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

nesouhlas nebo hádka slovy

Word

Λέξη

armáda

Απομαγνητοφώνηση

ˈarmaːda

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Velká skupina vojáků

Word

Λέξη

asi

Απομαγνητοφώνηση

ˈasi

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

přibližně nebo skoro

Word

Λέξη

asistent

Απομαγνητοφώνηση

/aˈsɪstɛnt/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba, která někomu pomáhá

Word

Λέξη

atlet

Απομαγνητοφώνηση

/ˈat.lɛt/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

osoba, která je dobrá ve sportu

Word

Λέξη

atraktivní

Απομαγνητοφώνηση

ˈatʀaktɪvniː

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Příjemný na pohled

Word

Λέξη

autor

Απομαγνητοφώνηση

ˈaʊ̯.tor

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

osoba, která píše knihy nebo články

Word

Λέξη

balit

Απομαγνητοφώνηση

/ˈbalɪt/

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Dát věci do tašky nebo nádoby

Word

Λέξη

běh

Απομαγνητοφώνηση

/bɛːɦ/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Období běhání

Word

Λέξη

běh

Απομαγνητοφώνηση

bɪːx

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Aktivita rychlého pohybu na nohou

Word

Λέξη

běžec

Απομαγνητοφώνηση

/ˈbɪːjɛt͡s/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba, která běhá